κύρνου

κύρνου
κύρνος
a nest of robbers
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Κύρνου — Κύρνος a nest of robbers fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Кавказская Албания — I в. до н. э.  705 год …   Википедия

  • SARDINIA — insul. et regnum in mari Ligustico, a variis habitata populis, tandem a Poenis occupata est, quibus tamen illam Romani eripuerunt. A Saracenis postmodum capta, inde a Pipino eiectis, A. C. 809. diu Pisanis et Genuensibus contentionis argumentum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κύρνιος — κύρνιος, ία, ον (Α) [Κύρνος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νήσο Κύρνο, δηλ. την Κορσική, ή προέρχεται από αυτήν 2. (το αρσ. και το θηλ. ως κύριο όν.) ὁ Κύρνιος, ἡ Κυρνία ο κάτοικος τής Κύρνου ή εκείνος που κατάγεται από αυτήν… …   Dictionary of Greek

  • μούσμων — μούσμων, ωνος, ὁ (Α) είδος άγριου κριαριού τής Κύρνου το οποίο είχε τρίχα σαν τής αίγας («γίγνονται δ ἐνταῡθα οἱ τρίχα φύοντες αἰγείαν ἀντ ἐρέας κριοί, καλούμενοι δὲ μούσμωνες», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ. (πρβλ. λατ. musmō «είδος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”